- εὐλογεῖ
- εὐλογέωspeak well ofpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)εὐλογέωspeak well ofpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐλόγει — εὐλογέω speak well of imperf ind act 3rd sg (attic epic) εὐλογέω speak well of pres imperat act 2nd sg (attic epic) εὐλογέω speak well of imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Βυζαντινό Καστοριάς — Το Βυζαντινό Μουσείο Καστοριάς εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1989 και βρίσκεται στην κορυφή του λόφου της βυζαντινής ακρόπολης της πόλης, στην πλατεία Δεξαμενής. Από τους πολυάριθμους ναούς που σώζονται στην πόλη, στο μουσείο εκτίθεται ένα… … Dictionary of Greek
NUPTAALE Poculum — inter Graecorum nuptiales ritus. Cum enim apud hos duae potissimum formulae sacrae habeantur, altera Sponsalium sacrorum, sine celebritate Nuptiali, altera Nuptialium sacrorum, posterior haec Ἀκολουθεία τοῦ ςτεφανώματος vocatur, Ordo sacer… … Hofmann J. Lexicon universale
ευθάλαμος — εὐθάλαμος, ον (Α) (για την Αφροδίτη) αυτή που ευλογεί τους γαμήλιους κοιτώνες … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
ευλογητής — ο (Μ εὐλογητής) [ευλογώ] αυτός που ευλογεί («εὐλογητὴν ἀναδείξας τὸν ἀρχιποιμένα», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
ευλογητός — ή, ό (ΑΜ εὐλογητός, ή, όν) [ευλογώ] ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ ἀρετὴν ζῆν», Ευστ. β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν) η… … Dictionary of Greek
ιερολόγος — ὁ (ΑΜ ἱερολόγος) κήρυκας τού θείου λόγου μσν. ιερέας που ευλογεί τον γάμο αρχ. στον πληθ. οἱ ἱερολόγοι οι συγγραφείς ιερών λόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + λόγος (< λέγω), πρβλ. αγιο λόγος, θεο λόγος] … Dictionary of Greek
ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… … Dictionary of Greek
ιωβηλαίο — (Jubilaeum). Έτσι ονόμαζαν οι Εβραίοι το τελευταίο έτος κάθε πεντηκονταετίας. Το εβραϊκό I. ήταν έτος πλήρους ανάπαυσης, αφιερωμένο στον Θεό. Ο θεσμός αυτός είχε για το εβραϊκό έθνος ιδιαίτερη κοινωνική σημασία, αφού τα χωράφια και τα σπίτια που… … Dictionary of Greek